- πρωτεγκέφαλος
- ο, Νβιολ. (στα αρθρόποδα) η μία από τις τρεις περιοχές τού εγκεφάλου, που σχηματίζεται από το συγχωνευμένο ζεύγος γαγγλίων τού οπτικού τμήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + εγκέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεγκεφαλικός — ή, ό, Ν [πρωτεγκέφαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτεγκέφαλο («πρωτεγκεφαλικός λοβός») … Dictionary of Greek